πολύφθορος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύφθορος — ον, ΜΑ (με παθ. σημ.) αυτός που περιπλανήθηκε πολύ, πολυπλάνητος αρχ. 1. ο ολοκληρωτικά κατεστραμμένος, ο παντελώς αφανισμένος («πολύφθορόν τε δῶμα Πελοπιδῶν», Σοφ.) 2. πιθ. αυτός που αψηφά φθορές και κινδύνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φθορος… … Dictionary of Greek
πολυφθόροις — πολύφθορος masc/fem/neut dat pl πολυφθόρος destroying many masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυφθόρου — πολύφθορος masc/fem/neut gen sg πολυφθόρος destroying many masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυφθόρους — πολύφθορος masc/fem acc pl πολυφθόρος destroying many masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυφθόρῳ — πολύφθορος masc/fem/neut dat sg πολυφθόρος destroying many masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύφθορον — πολύφθορος masc/fem acc sg πολύφθορος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύφθοροι — πολύφθορος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυφθορής — ές, Α πολύφθορος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολύφθορος, κατά τα σιγμόληκτα σε ής] … Dictionary of Greek
πολύφθαρτος — ον, Μ πολύφθορος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φθαρτός (< φθείρω)] … Dictionary of Greek